- ψαμμοδύτης
- ο, ΝΑνεοελλ.άτομο που κάνει έρευνες στη θαλάσσια και στην ποτάμια άμμοαρχ.ονομασία ψαριού που χώνεται στην άμμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + δύτης (< δύω «βουτώ», πρβλ. αμμο-δύτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαμμοδύτης — sand diver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμοδύτου — ψαμμοδύτης sand diver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)